- πλάκτωρ
- πλάκτωρ, ορος, ὁ, [dialect] Dor. for Πλήκτωρ,A striker, AP6.294 (Phan.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλάκτωρ — ορος, ὁ, Α (δωρ. τ.) βλ. πλήκτωρ … Dictionary of Greek
πλάκτορα — πλάκτωρ striker masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλήκτωρ — ορος, ὁ, δωρ. τ. πλάκτωρ, Α αυτός που επιφέρει πλήγματα, που δίνει χτυπήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλήσσω* + επίθημα τωρ (πρβλ. πράκ τωρ, τινάκ τωρ)] … Dictionary of Greek